- υπερηφανεύομαι
- αμετ.1) гордиться (чём-л.); 2) загордиться; быть высокомерным, надменным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερηφανεύομαι — ὑπερηφανεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ύπερηφανεύω Α [ὑπερήφανος] φέρομαι με υπεροψία, κομπάζω νεοελλ. (με θετ. σημ.) είμαι περήφανος, περηφανεύομαι, τό χω για καμάρι («υπερηφανεύεται για το επίτευγμά του») … Dictionary of Greek
ὑπερηφανεύομαι — ὑπερηφανεύω behave arrogantly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυπερηφανεύομαι — (Μ) (επιτατ. τού υπερηφανεύομαι) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* + ὑπερηφανεύομαι < ὑπερήφανος] … Dictionary of Greek
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek
κατακαυχώμαι — κατακαυχῶμαι, άομαι (AM) 1. καυχώμαι εναντίον κάποιου, υπερηφανεύομαι 2. υπερηφανεύομαι για κάτι … Dictionary of Greek
καταμεγαλοφρονώ — καταμεγαλοφρονῶ, έω (Α) 1. φέρομαι σε κάποιον υπεροπτικά, καταφρονώ κάποιον 2. υπερηφανεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μεγαλο φρονῶ «υπερηφανεύομαι»] … Dictionary of Greek
καταυχώ — καταυχῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού αυχώ*) υπερηφανεύομαι, μεγαλαυχώ για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐχῶ «υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι»] … Dictionary of Greek
ογκώνω — και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, όω) [όγκος (Ι)] αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ. β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να… … Dictionary of Greek
συμφρυάττομαι — Μ (αποθ.) υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φρυάττομαι «υπερηφανεύομαι, είμαι αλαζόνας»] … Dictionary of Greek
φιλοπλατύνω — Μ (συν. το μέσ.) φιλοπλατύνομαι μού αρέσει να υπερηφανεύομαι, να καυχιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πλατύνομαι «καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι»] … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek